-
1 дрожание
1. (света, огня и т.п.) το τρε-μόσβημα, η αναλαμπή 2. (вздрагивание)η τρεμούλα, το τρέμουλο, το ρίγος ^(сотрясение, колебание) η δόνηση, ο παλμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дрожание
-
2 толчок
-чка α.1. σπρώξιμο, ώθηση• χτύπημα, σκούντημα. || ο χτύπος της καρδιάς, καρδιοχτύπι. || δόνηση, τράνταγμα, σείσιμο•толчок земли η δόνηση της γης.
2. μτφ. παρακίνηση, προτροπή, παρόρμηση• κίνητρο. || τίναγμα, απώθηση. || αναπήδημα• ανατίναγμα.εκφρ.в -и (выгнать, прогнать) – διώχνω με σπρωξιές.